- ἑκούσιοι
- ἑκούσιοςvoluntarymasc nom/voc plἑκούσιοςvoluntarymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτού — προτοῡ ΝΑ (σύνδ. χρον.) πριν από (α. «άναβε το λυχνάρι σου προτού να σε βρει η νύχτα», παροιμ. θ. «ξυπνάει προτού χαράξει» γ. «προτοῡ ἐγκλεισθῶ» προτού αποχωρίσω από τον κόσμο και κλειστώ σε μοναστήρι, Μόσχ. Ι. δ. «ξύμμαχοί τε γὰρ οὐδενὸς πω ἐν… … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek